κακοτεχνίᾳ

κακοτεχνίᾳ
κακοτεχνίαι , κακοτεχνία
base artifice
fem nom/voc pl
κακοτεχνίᾱͅ , κακοτεχνία
base artifice
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακοτεχνία — κακοτεχνίᾱ , κακοτεχνία base artifice fem nom/voc/acc dual κακοτεχνίᾱ , κακοτεχνία base artifice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνία — η (AM κακοτεχνία) [κακότεχνος] νεοελλ. μσν. κακή εκτέλεση, άτεχνη εργασία, ατεχνία μσν. αρχ. κακό τέχνασμα, μηχανορραφία, δόλος αρχ. 1. (για ρήτορες) κακή τέχνη, διαφθορά, κατάπτωση τής τέχνης («ἡδονὰς καὶ κακοτεχνίας εἰσάγων», Στράβ.) 2. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • κακοτεχνίας — κακοτεχνίᾱς , κακοτεχνία base artifice fem acc pl κακοτεχνίᾱς , κακοτεχνία base artifice fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίαι — κακοτεχνία base artifice fem nom/voc pl κακοτεχνίᾱͅ , κακοτεχνία base artifice fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίαν — κακοτεχνίᾱν , κακοτεχνία base artifice fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνιῶν — κακοτεχνία base artifice fem gen pl κακοτεχνίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίαις — κακοτεχνία base artifice fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίην — κακοτεχνία base artifice fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαβάδα — και ζαβάγρα και ζαβιά, η (Μ ζαβάδα και ζαβάγρα) [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού*, σκολιότητα, διαστροφή, στράβωμα, λοξάδα, κάμψη ενός πράγματος, η κακοτεχνία («η πόρτα έχει κάποια ζαβάδα») 2. (μτφ. για ανθρώπους) α) σκολιότητα χαρακτήρα,… …   Dictionary of Greek

  • ԶՐԱՐՈՒԵՍՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0752 Chronological Sequence: Early classical գ. Զուր եւ անշահ արուեստ, կամ աշխատութիւն. յն. զրաջանութիւն ματαιοπονία . եւ Չարարուեստութիւն κακοτεχνία. *Մինչդեռ խնդրէին, թէ զի՛նչ արուեստն իցէ, եւ զի՛նչ չարարուեստն, եւ ʼի զրարուեստութիւնս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”